23 Ιαν 2007

Θεοί.... μ' αφήσατε!


Γυρεύω μιαν αλήθεια μέσα στου κόσμου την ψευτιά, την τόση υποκρισία. Mία ανάσα, μια γλυκειά ζεστή αγκαλιά να με ζεστάνει, να μου πει όλα καλά. 
Αναζητώ του κόσμου άναρχες χαραυγές και τις γιορτές με το κρασί το θεϊκό, του πόθου εκείνου το μυροβόλο χάδι που ευωδιάζει και χορεύουν οι νεράϊδες.
Γυρεύω την αυγή που βγαίνει ο ήλιος και ζωοποιεί στης φύσης τη μήτρα. 
Της χλόης τη δροσιά καθώς η αυγούλα ξημερώνει κάθε μέρα λαμπερή, του χαμογέλιου την υπόκωφη χαρά που έρπει στα χείλη πάνω γέλιο πριν γίνει, το δάκρυ το ζεστό που τρέχει από χαρά και εξατμίζεται στο μάγουλο λιωμένο.
Οι ανάσες μου γινήκανε αχνές, γίναν απλές και ανυπόστατες να ζω απλά. 
Οι μέρες μου γίναν μισές, σα το φεγγάρι που γιομίζει πριν ολόφωτο γιορτάσει. 
Οι ώρες μου πήραν τους δρόμους της φυγής και τρέχουν προς το άγνωστο χωρίς καμιάν ελπίδα και συμπόνια, μ' αφήσαν έρμη να παλεύω με τα αγρίμια. 
Της άνοιξης η ανάσα έφυγε, ξεχάστηκε μέσα στου λιοπυριού την κάψα την τρανή. 

Ω! Θεοί, μ' αφήσατε να έρπω εδώ χάμω και να λιώνω στης ψευτιάς τη φυλακή!

Θεσπέσια αρώματα με κυνηγούν μέρα και νύχτα γυρεύοντας να με αποπλανήσουν... να ζήσω λένε, να γελάσω, να χαθώ μέσα στου ονείρου την πλάνη, να δοθώ κι αν γίνω έρμαιο της τόσης απόγνωσης και της λαχτάρας, 
θα σωθώ ένα πρωί, θα πέσω να πνιγώ μέσα στου Αχέροντα τη μαύρη άβυσσο, στου χάρου τα λημέρια.
Μέσα εκεί να ψάξω τι να βρω, παρήγορο και αληθινό πέραν του κόσμου τούτου; 
Εκεί χάσκει η μαύρη μου η αλήθεια, της πρώτης νιότης μου το μύρο το γλυκό... 
πάνε χρόνια να σε περιμένω, να υπομένω, να σέρνομαι σε ξένες αγκαλιές να λιώνω αιώνων πάγους και νεκρούς να ανασταίνω μέσα στα σάβανα τους τυλιγμένη.
Οι ανάσες μου ντροπή δεν έχουν, ξεχύνονται και καίνε κάθε τι χάρτινο, ευάλωτο, μικρό. 
Οι μέρες μου απόκαμαν και νύχτα ψάχνουν να κρυφτούν, να μη τις βλέπει ο ήλιος πια. 
Οι ώρες μου κυλούν χωρίς εξήγηση καμιά να δώσουν στις ερωτήσεις και τα γιατί... χωρίς καμιάν ελπίδα και συμπόνια, ξεστρατίζω πέρα απ’ των άστρων τα σοκάκια. 
Της άνοιξης η ανάσα εξαφανίσθηκε ως δια μαγείας, πέρασε της ανάστασης η εποχή για μένα. 

Ω! Θεοί μ' αφήσατε να κυνηγώ το άγνωστο και το λειψό να φέρνω πλάϊ μου για να ζω.

Ως πότε πια με της μισής αλήθειας την οργή θα τριγυρνάω παραδομένη; 
Ως πότε πια η ώχρα θα 'ναι το χρώμα του ουρανού και της ψυχής; 
Ως πότε εσείς ψηλά βουνά θα μου κρατάτε τους ανέμους πίσω απ' τις κορφές; 
Ως πότε θάλασσες βαθιές θα μου βυθίζετε της νιότης μου την αναπνοή; 
Ως πότε αστέρια και φεγγάρια θα μετρώ και θα ζαλίζω των μοιρών μου το κεφάλι; 

Ω! Θεοί μ' αφήσατε και πήγατε στα γλέντια των ανέμων και των αστραπών! Μ' αφήσατε!!!
______________________________________
~ Τατιάνα ~ © 08-10-2006 @ 16:07

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου